- ἀμμῶδες
- ἀμμώδηςsandymasc/fem voc sgἀμμώδηςsandyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ARENOSUM — Litus, Corsicae urbs. Ptolemaeo ἀμμῶδες. Laiero hodie Pineto dicitur … Hofmann J. Lexicon universale
Περσίς — Αρχαία ελληνική ονομασία της σημερινής ιρανικής επαρχίας Φαρς. Το όνομα προέρχεται από τη φυλή των Πάρσων, που εγκαταστάθηκαν εκεί τον 7o αι. π.Χ. Όπως παρατήρησε ο Στράβων στη Γεωγραφία του, η χώρα διαιρείται σε τρία μέρη, με διαφορετικό… … Dictionary of Greek
Τάνις — Αρχαία πόλη της Κάτω Αιγύπτου και μια από τις σημαντικότερες του Δέλτα του Νείλου. Ήταν χτισμένη σε ένα αμμώδες νησί, στη νοτιοανατολική πλευρά της ομώνυμης λίμνης. Πιθανότατα δεν την κυρίευσαν ποτέ οι Υκσώς, και την εποχή της 18ης δυναστείας… … Dictionary of Greek
άμαθος — (I) η, ο 1. αυτός που δεν έμαθε, δεν διδάχθηκε κάτι, αδίδαχτος, αμόρφωτος, 2. αγράμματος, απαίδευτος 3. αγροίκος, ανόητος, αγενής 4. αυτός που δεν είναι εξοικειωμένος, συνηθισμένος σε κάτι, άπειρος, αδαής. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + θ. μαθ τού ρ.… … Dictionary of Greek
άμμος — Ιζηματογενής σχηματισμός που αποτελείται από θραύσματα ορυκτών με κύριο χαρακτηριστικό την έλλειψη συνοχής. Ο σχηματισμός της ά. οφείλεται στη διαβρωτική ενέργεια των θαλασσών, των ανέμων, των ποταμών και των παγετώνων. Η ά. ταξινομείται ανάλογα… … Dictionary of Greek
αμμόγειος — α, ο (Α ἀμμόγειος, α, ον) αυτός που έχει αμμώδες έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμμος + γειος < γῆ] … Dictionary of Greek
αμμόγη — η αμμώδες έδαφος, αμμώδης αγρός, αμμοδούρα, αμμουδέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμμος + γη] … Dictionary of Greek
αμμόδρομος — ἀμμόδρομος, ο (Α) 1. δρόμος επάνω σε αμμώδες έδαφος 2. στα Αρχαία ειδικότερα για δρόμο όπου διεξάγονταν ιπποδρομίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμμος + δρόμος] … Dictionary of Greek
αμμόφιλος — (ammophila). Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των σφηκιδών. Ζουν σε όλες τις περιοχές της Ευρώπης. Το σώμα τους είναι λεπτό και μακρουλό, με σκούρο κόκκινο χρώμα. Έχουν μακριά σαγόνια με το κάτω χείλος να προεξέχει. Ο κοιλιακός τους… … Dictionary of Greek
ιπποδρόμος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… … Dictionary of Greek